- Μέτελλος
- Μέτελλοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μετέλλω — Μέτελλος masc nom/voc/acc dual Μέτελλος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μετέλλου — Μέτελλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μετέλλους — Μέτελλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μετέλλων — Μέτελλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μετέλλῳ — Μέτελλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέτελλοι — Μέτελλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέτελλον — Μέτελλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αριστίων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος ρήτορας (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πεισίστρατου. Εισηγήθηκε τη σύσταση σώματος 50 ροπαλοφόρων για την προστασία του Πεισίστρατου, με τους οποίους ο Πεισίστρατος κατέλαβε την εξουσία για πρώτη φορά στην… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… … Dictionary of Greek